Ελληνικά



Μνήμη Ανδρέα Γεωργιάδη

Πριν από τον Ανδρέα Γεωργιάδη η ελληνική ζωγραφική ήταν εγκλωβισμένη στη Σχολή του Μονάχου. Το Παρίσι, όπου σαν υπότροφος συνέχισε τις σπουδές του, ουσιαστικά απελευθέρωσε το μαθητή από την διδασκαλία της Σχολής Καλών Τεχνών. Η Γαλλία του έδωσε από τον ουμανισμό της και ο Γεωργιάδης απέκτησε τη συνείδηση του εαυ τού του. Έμεινε πάντως μακριά από τις αμφισβητήσεις μορφών και τάσεων, που πήρε η περιπέτεια της ζωγραφι κής, στα χρόνια των μεγάλων αλλαγών της ζωής μας. Τα θεμέλια της γεωμετρίας σείστηκαν, η όραση μας υποβλήθηκε σε διαδικασίες ανατροπών και αναζητήσεων, κάτι πιο πολύ μάλιστα, σε μια συνεχόμενη σύγχυση στις ιδέες, τις αξίες, τα μεγέθη μας.

Ο Γεωργιάδης φαίνεται ότι αντίκρυσε με αδιαφορία και αισθητική αντίσταση τις αντιλήψεις αυτές. Πίστευε και μιλούσε συχνά στους μαθητές του γι' αυτό στη Σχολή: «Η τέχνη έλεγε: «έρχεται να' αποκαλύψει όχι ν' αποκρύψει αυτό που δε βλέπει το μάτι μας».

Δεν κυνήγησε την τραχύτητα του απροσδόκητου και δε φοβήθηκε τις οπτικές μας συνήθειες, στους πειραματι σμούς της πρωτοπορίας. Η μορφή που θα πάρει η ύλη, έχει να κάνει με το ψυχικό μας βάθος. Να φτάσουμε, δηλαδή, να δούμε πέρα από το επεισοδιακό φαινόμενο της πραγματικότητας.

Μπροστά στις ανατροπές απάντησε με ατομικές λύσεις, ψάχνοντας μέσα στο βαθύ και άδηλο κόσμο ανθρώπων και πραγμάτων. Ξανάχτισε από την αρχή το χτισμένο. Μπροστά στον υλικό κόσμο είδε τις διαμορφώσεις, όχι τις παραμορφώσεις, την αδιάκοπη δυναμική στο χρώμα και το φως, που αφαιρεί, μεταλλάσσει και προεκτείνει την ενέρ γεια σχημάτων και δομών.

Για το Γεωργιάδη η σχέση του με την ύλη ή μόνο για την ύλη, δεν υπάρχει, παρά σαν ανάγλυφη συνεχόμενη ροή, από την πνευματική της κατάσταση ως την πλαστική της ολοκλήρωση. Στην αντίληψη του αυτή οφείλουμε, ακριβώς, την τεχνική του, μιας ζωγραφικής που σχεδιάζει με χρώμα, που δεν επικαλύπτει σα μεμβράνη επιδερμίδας. Το φως στο έργο του ήταν αποκαλυπτικό στοιχείο, σκοπό έχοντας να αδειάσει την ύλη από το βάρος της. Η τέχνη του, κατά πως την είπαν «παρ' ολίγο μοντέρνα», παρέμεινε μοναχι κή, επειδή τον κράτησε «ανεπαισθήτως» έξω από την καθημερινότητα μας. Αλλά και το ωραίο, για το Γεωργιάδη, ήταν σχετικό. Επιδίωξη του παρέμεινε η απόδοση της πλη ρότητας, δηλαδή της αλήθειας με άλλα λόγια, δε διάλεξε ούτε γενίκευσε. Αντίκρυ σ' αυτά έβαλε το χρώμα, τη θερμή πνοή και τη βαθειά ανάσα της ζωγραφικής του. Έτσι παρέ καμψε την κλασσική αντίληψη περί ωραίου, που θέλει την ευτυχία να συμπορεύεται με την ηρεμία. Τα φυσικά αντι κείμενα, όπως και το ανθρώπινο σώμα, γίνονται ωραία ή άσχημα, αισθητικά ή αντιαισθητικά, παρά μόνο στο νου μας. Για το Γεωργιάδη αυτό που ενδιέφερε ήταν η αλήθεια. Και για να επανέλθουμε στο πρωτότυπο προσωπικό του έργο, από τις συνθέσεις του μέχρι τις μορφές ανθρώπων και πραγμάτων, η βασική αρχή λειτουργίας του περνάει μέσα από το χρώμα, ακόμα όμως και από μια αίσθηση γνώσης να συνθέτει σε μεγάλες επιφάνειες. Εμπειρία που από παλιά είχε βιώσει, σα δούλεψε, παιδί ακόμα, σε μεγά λης κλίμακος επιφάνειες επίπεδων τοιχωμάτων, με διακο σμητές στην Αίγυπτο. Μνήμες, ίσως, ενός περασμένου βυζαντινού κόσμου, που είχε γνωρίσει παλιά στην Κρήτη. Την αρχή του αυτή τη βλέπουμε πράξη στην τεχνική του. Το κύριο έργο του. Μία τεχνική σύγκρουσης χρωμάτων, σχημάτων και ψυχογραφίας, όπου το χρώμα είναι το θέμα. Το μάτι του σ' αυτό πέφτει πρώτα, πριν φτάσει να δει τη γραμμή, που είναι το περίγραμμα και η εκπνοή της εικόνας του σχεδίου.

Τούτο φαίνεται χαρακτηριστικά στο έργο του «Ουρπίνος», ο κριτής με τον κόκκινο χιτώνα. Εδώ είναι που το χρώμα γίνεται σκαλωσιά του έργου. Το στίγμα της ερυθρής κηλί­δας, κατά μεσής του πίνακα, αποτελεί «εν αρχή» το λόγο, είναι το κύριο. Ο κόκκινος αυτός μανδύας, που μπαίνει στο οπτικό μας πεδίο, σε πρώτο χρωματικό επίπεδο, μας αιφ νιδιάζει, μας ακινητεί, η τόλμη μας εντυπωσιάζει. Το φως του είναι εσωτερικό. Δεν κρύβει, σαν βαρύ πέτασμα, το φέγγος του απ' τα μάτια μας. Κάτι παραπάνω, θα μπορού σε ακόμη να σταθεί και μόνο του, ως αυτοδύναμο μελέτη μα χρώματος. Σύμβολο και στοιχείο αρμονίας το χρώμα, στο έργο του Γεωργιάδη, ακολουθεί όλη την ενότητα της δουλειάς του, από τον Αβερώφειο διαγωνισμό, μέχρι το μακρύ ταξίδι περιπλάνησης του στα Μουσεία της Ευρώ­πης. Εκεί είδε, ό,τι μέχρι τότε δεν είχε γνωρίσει. Όλους τους δρόμους των μεγάλων εποχών στη Τέχνη. Πως από την παλέτα του ξεπήδηξαν αυτοί οι ψυχωμένοι τόνοι μέσα από τη φυσική ώχρα, το χοντροκόκκινο, την ψημένη σιέννα, το άσπρο του τσίγκου και το μαύρο, το πράσινο του χρωμίου ή το αγγλικό κόκκινο. Δεν θα το μάθουμε. Το σχέδιο στο έργο του είναι αποτέλεσμα τομών επιπέδων και όγκων, από συστρεφόμενες μάζες, που στέ κουν ή κινούνται. Την παρουσία του παίρνει τώρα, έχοντας κύρια σημασία, η έννοια της «γεμάτης φόρμας» (PLEINE FORME), όπως έλεγε, που πιέζει και πιέζεται από τα μέσα, σπρώχνοντας προς το φλοιό, εκείνο που λείπει απ' την ύλη και χρειάζεται για να λειτουργήσει, τη δύναμη της αρμoνίας.

Η αντιμετώπιση μιας τέτοιας τεχνικής, όπου οι γραμμές χάνονται, σα να χωνεύονται από το σμίξιμο όγκων, αποτέλεσε τη φυγή του, το δικό του τρόπο αφαίρεσης, φτάνο ντας ως τα όρια των αισθήσεων του ματιού. Ξεκίνησε από μια στάση ζωής, που εκφράζει τις ιδέες του και του έδωσε τη δυνατότητα να ζήσει ή και να πεθάνει, σύμφωνος με τον εαυτό του. Η υφή του τρόπου δουλειάς και ο βαθμός της αισθητικής προσέγγισης τον ελευθέρωσαν. Πολλοί πιστεύ ουν ότι κρατήθηκε μακριά από το γίγνεσθαι της τέχνης, όπου στάθηκε κατάμονος στο κατώφλι μιας αδιάκοπης αναπόλησης χαμένου αισθητικού βάθους. Δεν έφερε πάντως στην επιφάνεια αποτέλεσε, ό,τι βρισκόταν στο βυθό. Αυτό αποτέλεσε, με τον καιρό, την πλάνη και αργότερα την αστοχία του πλήθους. Ο ίδιος πάντως δικαίωσε τη ζωγραφική του, συμφωνά με ότι πίστευε αφαιρώντας το περιττό από το εξωτερικό φαινόμενο και δεν την εξάρτησε από Σχολές. Αυτή η διαδικασία δύσκολη για ανθρώπου μάτι, ήταν τόσο σημαντική και παλιά, όσο και η αλήθεια των στοιχείων μέσα στη φύση. Απελευθέρωση και αφαίρεση βάσταξαν την ουσία στο έργο του Γεωργιάδη. Για ένα διάστημα αυτά τα δύο  στην αρχή πήγαν παράλληλα, μετά όμως, τενχική και ζωγραφικό έργο, σαρκώθηκαν το ένα μέσα στο άλλο.

Η μοναδική, ίσως εξαίρεση, απ΄ όσα προηγούμενα αναφέρθηκαν, είναι τα έργα του «Σύναξη» και «Έξοδος». Ανήκουν και τα δύο σε διαφορετικούς κόσμους, τον πάνω και τον κάτω. Μια νέα γενιά ανθρώπων, μπορεί εικόνα Θεού, που μόλις σώθηκε από έναν κατακλυσμό στην «Έξοδο», με μετά η ολιστική αντίστασή της στη «Σύναξη». Άνθρωποι που πιστεύουν σ΄ αυτά που βλάπουν τα μάτια τους, ούτε σε όσα ακούν.

Οι θρησκευτικές του πάντως ιδέες, άλλο τόσο και οι αισθητικές του, εκφράζουν, μέσα από την τέχνη του, έναν κόσμο χωρίς περιγράμματα, έναν κόσμο ολότελα ανεξάρτητο, άχρονο, όπου κανένας δε ξέρει από Ουράνια ή Επίγεια ευτυχία.

Στη «Σύναξη» και την «Έξοδο», το χρώμα δεσπόζει πάνω μας, μας καταδυναστεύει, σχεδόν και πρώτα απ' όλα ακόμα μας αιχμαλωτίζει. Είναι η ύπαρξη τους, Τώρα, όμως, ξεφυλακίζονται αποκαλυπτικές συγκρουσιακές τομές όγκων και επιπέδων, σ' ένα πολυδιάστατο πλέγμα γραμμών. Η ώρα τους, όμως, δε θα έρθει ούτε και τώρα. Από μόνες τους οδηγούνυαι στην αυτοκατάργηση τους και την ανυπαρξία τους. Τη θέση τους θα πάρουν οι άξονες. Οι γραμμές, που, έτσι κι αλλοιώς, έρχονται σαν τομές, καθορίζουν τώρα τάσεις, με αρχή και τέλος. Το θέμα πια οργανώνεται στο χώρο του και η σύνθεση συγκροτείται στη διάσταση του πλάτους και του ύψους.

Αυτό το βλέπουμε ολοκάθαρα στην «Έξοδο». Το κατακό ρυφο σχήμα του πίνακα, ορίζει και τον όρθιο άξονα του έργου. Μια νοητή κλίμακα οδηγεί ψηλά στη σύντηξη και τη διάσπαση της πηγής του φωτός, τη θέωση. Ταινιοφόρες αστραπές προετοιμάζουν τον επερχόμενο χαμό. Τα πάντα βραδυάζουν και το σκοτάδι, σε λίγο, θα πέσει παντού. Όλα συγκλονίζονται εκ θεμελίων, απ' άκρου εις άκρον. Η έξοδος της εικόνας του θείου επί γης είναι δεδομένη. Και μόνο για τον λόγο αυτό, η ύπαρξη της μπορεί να μετράει ανα γκαία. Όλος ο πίνακας είναι ένας ψυχωμένος ουρανός, να σχίζεται κατακόρυφα σαν καταπέτασμα Ναού, μέχρι κάτω στη γης. Τα σύννεφα σε τεφροκύανους σκοτεινούς τόνους, αψευδείς μάρτυρες της τρομερής στιγμής, αποκτούν ξαφ νικά το βάρος τους. Δεν αιωρούνται. Πέφτουν. Τα κρυμ μένα, μέσα στη σκοτεινιά, φώτα, θα διώξουν μακριά το χαμένο Παράδεισο.

Και ενώ αυτά συμβαίνουν με το χρώμα και την τεχνική του, η επιζήσασα ανθρωπότητα, στις προσωπογραφίες που άφησε ο Γεωργιάδης, ολόσωμες ή πορτραίτα των διπλανών μας ανθρώπων, αποκτά στα μάτια μας μια νέα διάσταση, επειδή εκείνος μας έκανε να την προσέξουμε. Από τις μορφές που απέδωσε, είτε αυτές μας κοιτάζουν εκστατικά, είτε οραματίζονται, είτε νοσταλγούν μυστικά και κρυφά από 'μας, καμιά δεν είναι ίδια όπως πριν. Καταθέσεις έχουν παρθεί πολλές, λιγοστοί, όμως, ομολό γησαν ελεύθερα τόσα, που δε θα ήθελαν κανείς να ξέρει γι αυτούς.

Ας επανέλθουμε, όμως, πίσω ξανά στο θέμα για το οποίο μιλάμε, το ζωγράφο Ανδρέα Γεωργιάδη ή όπως υπόγραφε «Ανδρέας ο Κρης», βάζοντας πλάϊ στ' όνομα του και τον τόπο καταγωγής του, όπως παλιά.

Γεννήθηκε στα Χανιά ξημερώνοντας, στις 25 Νοεμβρίου του 1892, Το κάστρο της πόλης, με τα δυναμάρια και τους ισχυρούς προμαχώνες, τα βενετσιάνικα παλιά σπίτια, τη Βιβλιοθήκη και το Ιστορικό Αρχείο, ήταν ακόμα απείραχτα. Όλα άλλαξαν το Μάϊο του 1896, με την πυρπόληση των Χανίων. Η οικογένεια σκόρπισε στους πέντε ανέμους και ο Ανδρέας βρέθηκε να' δουλεύει από μικρός στην Αίγυπτο, σε διακοσμητές οικοδομών. Η γενιά του αρχίζει από τον ίδιο. Το περιβάλλον που διαμόρφωσε τον κατοπινό καλλι τέχνη, βρέθηκε πλάϊ του σαν αφήκε την Κρήτη, όταν βγήκε έξω από τον τόπο του, υπότροφος στη Γαλλία. Εκεί σχη ματίστηκε η εικαστική του όραση. Επέστρεψε το 1930 κι έζησε από τότε στην Αθήνα, μέχρι το 1981 που πέθανε. Ήταν ζωγράφος.

Γιώργος Α. Γεωργιάδης
Αρχιτέκτων